top of page

#3 Έντυπες Έκπτωτες Θεές

_21_Petrina_Pin_Up_01.jpg

Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον πλέξιμο υψηλής τέχνης, βιβλικών σκηνών και ενός λαϊκού είδους. Το pin-up, ξένο προς τη σοβαροφάνεια των βικτωριανών, δεν χρησιμοποίησε την επίφαση του ιστορικού γυμνού, δεν αθώωσε τη γυμνή γυναίκα με ονειρώδεις σκηνές ή χριστιανικά αγγελάκια (όπως ο Καμπανέ στη Γέννηση της Αφροδίτης, ένα κατά τα άλλα προκλητικό έργο), ούτε απέδωσε τη γυμνή της σάρκα με άψυχες «αποχρώσεις αμυγδαλόπαστας» (ο χαρακτηρισμός του Ζολά για τον ίδιο πίνακα). Σε μια γαστριμαργική αντιπαράθεση, το pin-up καθιέρωσε τη λεγόμενη Σχολή της Μαγιονέζας, που απέδιδε την υφή της γυμνής σάρκας με παχιά στρώματα μπογιάς και θερμά χρώματα. Πιο σημαντικό, μπόλιασε τις ερωτικές του εικόνες με χιούμορ και ελαφρότητα, που ταίριαζαν στο νέο βασίλειο της εικόνας και των media. Και τελικά, μέσα από «μη υψηλές» ιδιότητες, όπως ο καταναλωτισμός και η μαζικότητα, έφερε μια σειρά από ρηξικέλευθες αλλαγές. 

Η εσωστρεφής και ανύποπτα γυμνή γυναίκα της κλασικής τέχνης απεικονίστηκε για πρώτη φορά να απολαμβάνει τη σεξουαλικότητά της (στην αληθινή ζωή, μια τέτοια γυναίκα θεωρούνταν άρρωστη). Η μονίμως αιφνιδιασμένη, ακόμα και σαν θεά, ημίγυμνη γυναίκα της κλασικής τέχνης, αλληλεπίδρασε για πρώτη φορά ενεργά με τον θεατή: έστω ακίνδυνα (χαμογελώντας) ή παιχνιδιάρικα (ουπς! Φάνηκε το εσώρουχό μου!) Παρά τη συνεχιζόμενη παθητικότητά της, το περίγραμμα της κλειδαρότρυπας είχε αρχίσει να καταργείται. Και κάποιες φορές, είχε ένα τολμηρό πρόσωπο που ερχόταν από το μέλλον. 

Είναι αυτονόητο πως η σεξουαλικότητα απελευθερώνει τις αισθήσεις και πως η ερωτική έκφραση ολοκληρώνει τον άνθρωπο. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που – ιδίως σε μια πουριτανική κουλτούρα – η απεικόνιση της ενεργής σεξουαλικότητας αποτέλεσε δείκτη ελευθερίας. Ούτε είναι παράξενο που αυτό αφορούσε τη γυναίκα, ένα απόλυτα υποταγμένο ον, την εποχή που αναδυόταν ως αυτούσια οντότητα. Θα λέγαμε ότι οι εικονογράφοι των εντύπων έγδυναν τη γυναίκα από ρούχα και ανάλογα με την περίοδο και τις αξίες, την έντυναν με χαρακτήρα. Είναι γεγονός πως με το pin-up η γυναίκα αντικειμενοποιήθηκε σε πρωτόγνωρο βαθμό. Από την άλλη μεριά όμως, ανάλογα με τις περιόδους, η ένδυση αυτών των χαρακτήρων (ελαφρότητα, παιχνίδι, παθητικότητα, δυναμισμός, κτλ.) έγινε η μοίρα της. Δεν έγινε (μόνο) η γύμνια. Η γυναίκα ξεκινούσε από πολύ χαμηλά. Παρέμεινε σεξουαλικό αντικείμενο, αλλά έπαψε να είναι μονοδιάστατη και απόλυτα παθητική. Μπήκε σε μια διαδικασία εξέλιξης – η πορεία έκτοτε αποτελεί διαφορετικό θέμα συζήτησης.

Οι εικονογράφοι των εντύπων έγδυναν τη γυναίκα από ρούχα και ανάλογα με την περίοδο και τις αξίες, την έντυναν με χαρακτήρα

Οι εικονογράφοι του pin-up δημιουργούσαν με το πινέλο στον καμβά. Ο Δημιουργός όμως του pin-up ήταν πάντα η αντρική ερωτική ματιά και φαντασία. Κάποια στιγμή, όταν ο άντρας-δημιουργός υπέκυψε στη σαγήνη της φαντασίωσής του, στην ουσία υπέκυψε στο δημιούργημά του. Κατά έναν τρόπο, αναπαράχθηκε ο αρχαίος μύθος του Πυγμαλίωνα: του γλύπτη που έφτιαξε ένα άγαλμα τόσο τέλειο που το ερωτεύτηκε. Οι θεοί τον λυπήθηκαν και έδωσαν ζωή στο δημιούργημά του. Στην περίπτωση του pin-up, όταν το δημιούργημα απέκτησε ζωή και μετουσιώθηκε σε πραγματικό άνθρωπο, περιόρισε και την απόλυτη εξουσία του δημιουργού του. 

Φτάσαμε στο τέλος της ιστορίας. Η διαχρονική συνύπαρξη της θεάς του Έρωτα (στην αρχαία και σε κατοπινές εκδοχές της) και της βιβλικής Εύας, δείχνει ότι οι μισοί και ηθικά αντίθετοι κόσμοι χαρακτήριζαν ανέκαθεν την ερωτική γυναίκα στη δυτική τέχνη. Ήταν πάντα ως ένα σημείο demimonde: αρχέγονη και αμαρτωλή, Τέλεια και ποταπή, υπερβατική και γήινη. Σαν την ιδέα της ίδιας της Γυναίκας. Και όπως μια λάμπα φέγγει δυνατότερα πριν καεί, το pin-up αποτέλεσε την πλέον ισχυρή και τελευταία ζωγραφική εκδοχή αυτού του οξύμωρου προτύπου. Η μεγεθυμένη διπλή ηθική του βικτωριανισμού το επέτρεψε. Παράλληλα, το pin-up απεικόνισε και την πρώτη μορφή της ερωτικά αυτούσιας γυναίκας των κατοπινών γενεών. 

Ήταν μια ακόμα λειτουργία των «μισών κόσμων» του: ο ένας απεικόνιζε ήδη το μέλλον ενώ ο άλλος, χάρη στο εικαστικό πάνθεο του παρελθόντος, πρόσφερε μια καθησυχαστική αίσθηση συνέχειας. Οι πινελιές του χιούμορ μείωναν περαιτέρω την αίσθηση της σύγκρουσης μεταξύ παλιού και νέου.

Τα πρότυπα της κλασικής τέχνης κατέβηκαν στο πεζοδρόμιο και πουλιόνταν στα μαγαζιά κατά τον εικοστό αιώνα. Από μια άποψη εκχυδαΐστηκαν, όμως από μια άλλη άποψη έγιναν πιο ανθρώπινα. Πιο κατανοητά. Οι ακριβοθώρητες γυμνές Θεές, Μούσες και Δόξες της υψηλής τέχνης, μετατράπηκαν σε – εξίσου ιδεατά – Κορίτσια της Διπλανής Πόρτας. Και τα πραγματικά κορίτσια της διπλανής πόρτας, οι σύγχρονες γυναίκες, οφείλουν πολλά σε αυτές τις έντυπες έκπτωτες θεές. Θετικά και αρνητικά.

Ο Πυγμαλίων και η «ζωντανεμένη» Γαλάτεια, Ζαν-Λεόν Ζερόμ (1890)

bottom of page